χασμάδα

χασμάδα
η, Ν
μικρή σχισμή, χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα + κατάλ. -άδα (πρβλ. σχισμ-άδα, χαραμ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χασμάδα — η μικρή σχισμή, χαραμάδα: Έβλεπε από τη χασμάδα τι γινόταν στο διπλανό δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”